καπηλίδες

καπηλίδες
καπηλίς
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καπηλίς — και κάπηλις, ἡ (A, AM και καπήλισσα) [κάπηλος] (θηλ. τού κάπηλος) η γυναίκα που διηύθυνε καπηλειό ή εργαζόταν σε καπηλειό αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Καπηλίδες τίτλος έργου τού Θεοπόμπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”